χλωρίδα

χλωρίδα
I
(chloris). Γένος πτηνών της οικογένειας των φρινγκιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Περιλαμβάνει μικρά πουλιά με ίσιο ράμφος, κωνικό και δυνατό, μικρό λαιμό και κοντά πόδια, φτερά μέτριου μεγέθους και διχαλωτή ουρά. Απαντά σε πολλές χώρες, στην Ευρώπη και στην Ασία. Εξημερώνεται εύκολα και ζει άνετα σε κλουβί χαρίζοντας τη μελωδική φωνή του στους ανθρώπους. Τρέφεται με σπόρους φυτών και διασταυρώνεται με άλλα γένη της ίδιας οικογένειας, κυρίως με τα καναρίνια. Χτίζει άκομψη φωλιά με χόρτα, ρίζες και βρύα σε φράχτες, ανάμεσα σε θάμνους και σε κουφάλες δέντρων ή ανάμεσα στα κλαδιά. Μοναδικό είδος είναι η χ. η κοινή, γνωστό με την κοινή ονομασία φλώρος, τα φτερά του οποίου έχουν ωραίο πράσινο και κιτρινωπό χρώμα. Το ράμφος του είναι καστανοκόκκινο και τα πόδια επίσης καστανά, το δε μήκος του φτάνει τα 15 εκ.
II
Γενικός όρος που χαρακτηρίζει το σύνολο των φυτών τα οποία φύονται στη γη, σε αντίθεση προς τον όρο πανίδα, που αναφέρεται στο σύνολο των ζώων.
Ο όρος χλωρίδα μπορεί να έχει και πιο περιορισμένη σημασία, να αναφέρεται στο σύνολο των φυτών που αυτοφύονται σε μια ορισμένη γεωγραφική περιοχή (π.χ. μεσογειακή χ., ινδική χ.) ή σε ένα ορισμένο γεωμορφολογικό περιβάλλον (π.χ. αλπική χ., χ. των ερειπίων, τροπική χ., χ. των τελμάτων, χ. των ερήμων) ή σε μια ορισμένη περίοδο του έτους (π.χ. χ. του θέρους, χειμερινή χ.) ή ακόμα σε ορισμένες γεωλογικές περιόδους (π.χ. χ. του λινθαθρακοφόρου, χ. του δεβονίου).
* * *
η / χλωρίς, -ίδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. χλωρίς Ν
1. (στον λόγιο τ.) ζωολ. είδος ωδικού πτηνού, ο φλώρος
2. ως κύριο όν. η Χλωρίς
μυθ. χθόνια, αρχικά, θεότητα και στη συνέχεια θεά τής βλάστησης, που ταυτίζεται με τη λατινική θεότητα Φλώρα
νεοελλ.
1. βοτ. α) το σύνολο τών αυτοφυών ή ημιαυτοφυών φυτικών ειδών μιας δεδομένης περιοχής ή ενός δεδομένου βιοχώρου
β) γένος ποωδών φυτών τής οικογένειας αγρωστίδες
2. φρ. «μικροβιακή χλωρίδα»
φυσιολ. το σύνολο τών μικροοργανισμών που ζουν υπό φυσιολογικές συνθήκες επάνω στους ιστούς, όπως είναι το δέρμα και οι βλεννογόνοι, ή μέσα στις φυσικές κοιλότητες τού οργανισμού, όπως είναι το στόμα, το έντερο και ο κόλπος
μσν.-αρχ.
είδος σταφυλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός + κατάλ. -ίς / -ίδα (πρβλ. πινακ-ίς/-ίδα). Η λ. στην Αρχαία χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα είδος πτηνού (για άλλες ονομ. πτηνών, προερχόμενες από το επίθ. χλωρός, πρβλ. χλωρεύς, χλωρηΐς, χλωρίων), σημ. που διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική, αλλά και ένα είδος σταφυλιού (πρβλ. και τον αντιδάνειο όρο chloris ως ονομ. φυτού). Η λ. χλωρίδα αποτελεί στη Νέα Ελληνική γενικότερο επιστημονικό όρο και με άλλες σημ., ενώ σημαντική είναι η χρήση τού τ. αυτού για να δηλωθεί το σύνολο τών φυτικών ειδών που απαντούν σε μια περιοχή και με τη σημ. αυτή αποτελεί απόδοση τού νεολατ. flora, γαλλ. flore < λατ. flos, floris «λουλούδι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλωρίδα — η το φυτικό βασίλειο, τα φυτά που φύονται μόνα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χλωρίδα — Χλωρίς greenfinch fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλωρίδα — χλωρίς greenfinch fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • αγγειακή χλωρίδα — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται όλα τα φυτά που έχουν αγωγό ιστό, δηλαδή όλα τα φυτά εκτός από τα φύκη, τους μύκητες και τα βρυόφυτα …   Dictionary of Greek

  • Χελντράιχ, Τέοντορ Χάινριχ Χέρμαν φον- — (Heldreich, Δρέσδη 1822 – Αθήνα 1902). Γερμανός βοτανολόγος. Σπούδασε βοτανολογία στη Γενεύη και το 1851 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου η βοτανολογική έρευνα μόλις έκανε τα πρώτα της βήματα. Επί 50 χρόνια μελέτησε συστηματικά την ελληνική… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”